αγνωστικιστής

αγνωστικιστής
ο
αυτός που δέχεται τον αγνωστικισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγνωστικιστής — ο [αγνωστικισμός] 1. αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού αγνωστικισμού 2. (με ευρύτερη έννοια) αυτός που διατηρεί μία συνεχή αμφιβολία για την ύπαρξη ή για τη δυνατότητα να γνωσθεί ένας θεός ή οποιαδήποτε έσχατη αρχή 3. αυτός που αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • αγνοϊστής — ο ο αγνωστικιστής* …   Dictionary of Greek

  • αγνωσιακός — ή, ό ο αγνωστικιστής* …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τού αγνωστικισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγνωστικιστής + παραγωγική κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικός — ο ο αγνωστικιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄγνωστος + καταλ. ικός, πρβλ. αγγλ. agnostic] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”